ανακνάπτω

ανακνάπτω
ἀνακνάπτω (Α)
κάνω κάτι να φαίνεται σαν καινούργιο, τό επιδιορθώνω ή τό παρουσιάζω με άλλη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κνάπτω «ξαίνω ή λαναρίζω μαλλί, κατεργάζομαι ή καθαρίζω ύφασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”